κωνιφερίνη

κωνιφερίνη
η
(βιοχ.) γλυκοζίτης τής κωνιφερυλικής αλκοόλης, που είναι κύριος γλυκοζίτης τών κωνοφόρων δένδρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωνιφερυλικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κωνιφερυλική αλκοόλη» κοινή ονομασία χημικής ένωσης που είναι συστατικό τής λιγνίνης και απαντά υπό τη μορφή γλυκοζίτη στην κωνιφερίνη και στη βενζόη τού Σιάμ …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”